πτηνός

πτηνός
-ή, -ό(ν) ΜΑ, θηλ. και -ός, και δωρ. τ. πτανός, -ά, -όν, Α
1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ.
β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν
ζωολ. βλ. πτηνό
αρχ.
1. μτφ. (για λόγο) αυτός που είναι σαν να πετάει (α. «πτηνοῑσι μύθοις ἀδαπάνως τέρφαι φρένα», Ευρ.
β. «κούφων καὶ πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία», Πλάτ.)
2. (για ελπίδα) αυτή που πετά και χάνεται γρήγορα («πτηνὰς διώκεις ἐλπίδας», Ευρ.)
3. αυτός που έχει την τάση για ανύψωση, για μεγαλουργία («πτανὰ ἰσχύς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- τού πέτομαι*) + επίθημα -νός (πρβλ. κεδ-νός, στιλπ-νός, στυγ-νός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτηνός — able to fly masc nom sg πτηνός able to fly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. — οὔτε γὰρ πτηνὸς... ῥᾁδιόν ἐστιν καταςχεῖν, οὔτε λόγον προέμενον κρατῆσαι δυνατόν. См. Слово воробей, вылетит, назад не поймаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πτηνότερον — πτηνός able to fly adverbial comp πτηνός able to fly masc acc comp sg πτηνός able to fly neut nom/voc/acc comp sg πτηνός able to fly adverbial comp πτηνός able to fly masc acc comp sg πτηνός able to fly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτηνά — πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc/acc dual πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτηνόν — πτηνός able to fly masc acc sg πτηνός able to fly neut nom/voc/acc sg πτηνός able to fly masc/fem acc sg πτηνός able to fly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτηνῶν — πτηνός able to fly fem gen pl πτηνός able to fly masc/neut gen pl πτηνός able to fly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτήν — πτηνός, ὁ, Α [πτηνός] αυτός που μπορεί να πετά, ο φτερωτός …   Dictionary of Greek

  • πτηνοῖς — πτηνός able to fly masc/neut dat pl πτηνός able to fly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτηνοῖσι — πτηνός able to fly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πτηνός able to fly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτηνοῖσιν — πτηνός able to fly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πτηνός able to fly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”